καταξίως

καταξίως
κατάξιος
quite worthy
adverbial
κατάξιος
quite worthy
masc/fem acc pl (doric)
κατᾱξίως , καταξιόω
deem worthy
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
καταξιόω
deem worthy
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
καταξιόω
deem worthy
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατάξιος — κατάξιος, ον (Α) ο πλήρως άξιος κάποιου, αυτός που αρμόζει, που πρέπει σε κάποιον, αντάξιος κάποιου («κατάξιον δ ἐμοῡ», Σοφ.). επίρρ... καταξίως (Α) αντάξια, κατ αξίαν, όπως αξίζει, όπως πρέπει σε κάποιον («τοὺς αἰτιους τῆς ἀποστάσεως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”